- γαυνάκης
- γαυνάκης, ο (Α)ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)].
Dictionary of Greek. 2013.